- συνοίμιος
- συνοίμιος, ον, ([etym.] οἴμη)A harmonizing with, c. dat.,
φόρμιγγι σ. ὕμνος A.R.2.161
: neut. [full] συνοίμιον, τό, glossed by προοίμιον, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φόρμιγγι σ. ὕμνος A.R.2.161
: neut. [full] συνοίμιον, τό, glossed by προοίμιον, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοίμιος — ον, Α 1. αυτός που συνοδεύει το άσμα κάποιου («Ὀρφείη φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἀείδειν», Απολλ. Ρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοίμιον προοίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οίμιος (< οἴμη «τραγούδι, ωδή»), πρβλ. προ οίμιον] … Dictionary of Greek
συνοίμιον — harmonizing with neut nom/voc/acc sg συνοίμιος harmonizing with masc/fem acc sg συνοίμιος harmonizing with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)